δοριαλωτος

δοριαλωτος
    δοριάλωτος
    δορι-άλωτος
    ион. δουριάλωτος 2
    (ᾰ) добытый копьем, т.е. захваченный на войне
    

(χώρη Her.; λέχος Soph.; sc. γυνή Eur.; πόλεις Dem.)

    τὰ δορυάλωτα Isocr. — завоевания


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δοριαλωτος" в других словарях:

  • δοριάλωτος — captive of the spear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριάλωτος — η, ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, ον Α και δουριάλωτος, ον) 1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου 2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα) αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • δοριάλωτος — η, ο αυτός που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοριαλώτω — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut nom/voc/acc dual δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg (ionic) δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριαλώτοις — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριαλώτου — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριαλώτους — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριαλώτων — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοριαλώτῳ — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»